ξεμασκαλίζω

ξεμασκαλίζω
και ξεμασχαλίζω
1. κόβω βλαστό φυτού από τη μασχάλη με σκοπό τη μεταφύτευση
2. αποσπώ βλαστό ή κλαδί φυτού με το χέρι
3. κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια
4. μτφ. (για πρόσ.) βγάζω τη μασχάλη, εξαρθρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + μασκάλη / μασχάλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεμασκαλίζω — ξεμασκαλίζω, ξεμασκάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμασκαλίζω — ξεμασκάλισα, ξεμασκαλίστηκα, ξεμασκαλισμένος, κόβω βλαστάρι από μασχάλη φυτού για μεταφύτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμασκαλίδι — και ξεμασχαλίδι, το βλαστός φυτού που αποσπάστηκε από μασχάλη με σκοπό τη μεταφύτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμασκαλίζω / ξεμασχαλίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεμασκαλιστός — ή, ό [ξεμασκαλίζω] (για βλαστούς ή για κλαδιά δέντρων) αυτός που αποσπάστηκε ή κόπηκε με τα χέρια και όχι με κλαδευτήρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”