- ξεμασκαλίζω
- και ξεμασχαλίζω1. κόβω βλαστό φυτού από τη μασχάλη με σκοπό τη μεταφύτευση2. αποσπώ βλαστό ή κλαδί φυτού με το χέρι3. κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια4. μτφ. (για πρόσ.) βγάζω τη μασχάλη, εξαρθρώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + μασκάλη / μασχάλη].
Dictionary of Greek. 2013.